- τρελλοκομείο
- el manicomi
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
τρελοκομείο — και παλ. τ. τρελλοκομείο, το, Ν 1. (παλαιότερα) ίδρυμα για την περίθαλψη τρελών, τρελάδικο 2. (για πρόσ.) α) τρελός β) ανόητος, απερίσκεπτος άνθρωπος 3. χώρος στον οποίο επικρατεί ακαταστασία και ασυνεννοησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρελός + κομείο (<… … Dictionary of Greek